κατακράτηση

κατακράτηση
Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι που τιμωρούν την κ. αποβλέπουν στην προστασία της φυσικής ή σωματικής ελευθερίας του ατόμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κ. θεωρείται και η υπέρβαση της εξουσίας ή των πλαισίων του νόμιμου περιορισμού. Η στέρηση της ελευθερίας μπορεί να γίνει με ακινητοποίηση του σώματος (δέσιμο, κλείδωμα κλπ.), με σωματική ή ψυχολογική βία, με νάρκωση, με υπνωτισμό κλπ. Η παραβίαση γενικά της προσωπικής ελευθερίας θεωρείται έγκλημα το οποίο στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, γι’ αυτό τιμωρείται ακόμη και όταν γίνεται με τη συναίνεση του παθόντα.
* * *
η (Α κατακράτησις) [κατακρατώ]
νεοελλ.
1. η βίαιη και παράνομη κράτηση προσώπου ή η παράνομη κατοχή πράγματος
2. φρ. (νομ.) «παράνομη κατακράτηση» — παράνομος και από πρόθεση περιορισμός τής προσωπικής ελευθερίας τού ατόμου από άτομο, ομάδα ή από όργανα τού κράτους
αρχ.
κατανίκηση, καθυπόταξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακράτηση — η βίαιη και παράνομη κράτηση προσώπου ή πράγματος: Μας έκαναν κατακράτηση του μισθού μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακρατήσῃ — κατακρατήσηι , κατακράτησις subduing fem dat sg (epic) κατακρατέω prevail over aor subj mid 2nd sg κατακρατέω prevail over aor subj act 3rd sg κατακρατέω prevail over fut ind mid 2nd sg κατακρατέω prevail over aor subj mid 2nd sg κατακρατέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακράτηση ούρων — Αδυναμία κένωσης της ουροδόχου κύστης, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με καθετηριασμό …   Dictionary of Greek

  • οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …   Dictionary of Greek

  • παρακατάσχεση — η / παρακατάσχεσις έσεως, ΝΜΑ) [παρακατάσχω] νεοελλ. (νομ.) η κατακράτηση από τον οφειλέτη μιας οφειλόμενης παροχής, μέχρις ότου ο δανειστής εκπληρώσει δική του συναφή και ληξιπρόθεσμη οφειλή προς τον οφειλέτη, αλλ. επίσχεση μσν. αρχ. διακατοχή,… …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… …   Dictionary of Greek

  • αθηρωματώδης — ες [αθήρωμα] 1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα 2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ. κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου… …   Dictionary of Greek

  • αποστέρηση — (Ψυχ.). Κατάσταση ψυχικής έντασης με ενδεχόμενα σωματικά σύνδρομα, η οποία εμφανίζεται κάθε φορά που ένα άτομο παρεμποδίζεται να ικανοποιήσει μια οποιαδήποτε ανάγκη. Το εμπόδιο μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό. To εξωτερικό ενδέχεται να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”